φωτοοργανότροφος

φωτοοργανότροφος
-η, -ο, Ν
φρ. «φωτοοργανότροφος οργανισμός»
βιολ. φωτοσυνθετικός οργανισμός ο οποίος προσλαμβάνει μεγάλο μέρος τού άνθρακα που χρειάζεται για τη σύνθεση οργανικών ουσιών όχι από ανόργανες αλλά από οργανικές ενώσεις, αλλ. φωτοετερότροφος οργανισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + -οργανότροφος (< οργαν-ικός + -τροφός*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φωτοετερότροφος — η, ο, Ν βιολ. φωτοοργανότροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ετερότροφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”